- πωτώμαι
- -άομαι, Αποτῶμαι*.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επαναληπτικό ενεστ. που έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα πωτ- τής ρίζας πετ- τού πέτομαι (πρβλ. στρέφω: στρωφῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκονώ — ἐγκονῶ ( έω) (AM) είμαι γρήγορος, σπεύδω, ενεργώ με βιασύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Θαμιστικό επιτατικό μεταρρηματικό παράγωγο με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας που συνδέεται μορφολογικά με το λατ. cōnor «προσπαθώ», όπως πιθ. το επικ. ποτέομαι με το πωτώμαι (… … Dictionary of Greek
πωτήεις — εσσα, εν, ΜΑ 1. αυτός που πετάει, ο ιπτάμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πωτ τού πωτῶμαι + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
πώτημα — ήματος, τὸ, Α [πωτῶμαι] πέταγμα, πτήση («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
υπερπωτάομαι — και ὑπερποτάομαι Α (ποιητ. τ.) ὑπερπέτομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πωτῶμαι, άομαι «πετώ, τριγυρίζω»] … Dictionary of Greek